ερημωτής

ερημωτής
ο уст. опустошитель, разоритель, разрушитель, истребитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερημωτής" в других словарях:

  • ἐρημωτής — desolator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημωτής — ο (Α ἐρημωτής) [ερημώνω] αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει, ο εξολοθρευτής …   Dictionary of Greek

  • ἐρημωτάν — ἐρημωτά̱ν , ἐρημωτής desolator masc acc sg (epic doric aeolic) ἐρημωτής desolator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημωτικός — ἐρημωτικός, ή, όν (Α) [ερημωτής] καταστρεπτικός, αφανιστικός, ολέθριος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»